- αυτόνομος
- -η, -οανεξάρτητος, αυτοκυβέρνητος: Η πολιτεία του Αγίου Όρους είναι αυτόνομη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Αὐτόνομος — living under one s own laws masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόνομος — living under one s own laws masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτόνομος — η, ο (AM αὐτόνομος, ον) αυτός (άνθρωπος ή τόπος) που διοικείται από νόμους που έχει θέσει ο ίδιος, αυτοκυβέρνητος, ανεξάρτητος νεοελλ. 1. αυτοτελής, αυτοδύναμος 2. εκκλ. το αυτόνομον ή «αυτόνομη Εκκλησία» καθεστώς κάποιας Εκκλησίας, η οποία έχει… … Dictionary of Greek
αὐτονόμως — αὐτόνομος living under one s own laws adverbial αὐτόνομος living under one s own laws masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόνομον — αὐτόνομος living under one s own laws masc/fem acc sg αὐτόνομος living under one s own laws neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτονόμοις — Αὐτόνομος living under one s own laws masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτονόμοις — αὐτόνομος living under one s own laws masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτονόμου — Αὐτόνομος living under one s own laws masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτονόμου — αὐτόνομος living under one s own laws masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτονόμους — Αὐτόνομος living under one s own laws masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)